ακροβάτισσα
πάνω από την πόλη
ξόανο
στολισμένο ελπίδες
στη ροή του σύννεφου
οι δρόμοι ασφυκτιούν
με τόσα σιδερένια χέρια
να γνέφουν
απελπισμένα
απελπισμένα
εκείνη δεν βλέπει
αφοσιωμένη
μετρά τα δάχτυλα που λείπουν
μετρά τις ώρες
διψασμένο πουλί
στα υπόγεια μάταια
χορεύει
μακριά μια βροχή
σα συνάρτηση ηχεί
του ανέφικτου
το αγόρι γυμνό
μ΄ ένα όνειρο τρέχει
στ΄ αόρατα
κι οι μανάδες μαινάδες
στα φουστάνια τους ράβουνε
δόρατα
απελπισμένα
απελπισμένα
εκείνη δεν βλέπει
αφοσιωμένη
μετρά τα θαύματα που λείπουν
μετρά τις ώρες
σκουπίδια έφερε κι απόψε ο ταχυδρόμος
ο χαιρετισμός ξεχάστηκε
δεν έφτασε το φιλί
στο στόμα που άνοιξε
και λυπημένη
έφυγε τώρα