Όλο και πιο αδύναμο το φως σβήνει,
Το απόγευμα. Οι υπερήφανοι και οι ισχυροί
Έχουν αναχωρήσει.
Αυτοί που έμειναν πίσω είναι οι αποτυχημένοι,
Οι οριστικά ανθρώπινοι,
Ιθανγενείς μιας φθίνουσας σφαίρας.
Η ανέχειά τους είναι μια ανέχεια
Που είναι ανέχεια φωτός.
Έναστρη ωχρότητα που κρέμεται από μια κλωστή.
Αργά-αργά, η φτώχεια
Του φθινοπωρινου χώρου μεταμορφώνεται
Σε βλέμμα, με λίγες κουβέντες.
Κάθε πρόσωπο μας συγκινει΄απόλυτα
Με ό,τι είναι και όπως είναι,
Στη φθαρμένη μεγαλοπρέπεια του αφανισμού.
Wallace Stevens (μτφρ. Χ. Βλαβιανός)
(1952)
*Lebensweisheitspielerei = τέχνασμα σοφίας