[Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή τη συμμετοχή μου στη διδασκαλία Δημιουργικής Γραφής στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας 2ου ΣΔΕ Φυλακών Κορυδαλλού"Γιώργος Ζουγανέλης"στις 31 Ιανουαρίου 2017.]
Έξι το πρωί. Ανοίγω τα μάτια. Κοιτάζω το ταβάνι. Σηκώνομαι. Ανάβω τσιγάρο. Πολύ νωρίς για τις συνήθειές μου, ομολογώ. Έχω άγχος, να το πούμε αυτό. Παρατηρώ το χέρι μου καθώς χορεύει με το κουταλάκι του καφέ στο μπρίκι. Θυμάμαι χέρια φυλακισμένων να κόβουν τον αέρα˙ σαν υφάσματα. Νέα Αλικαρνασσός, 1979. Παιδί εγώ στο Δημοτικό και εκδρομή στην αλάνα δίπλα στις φυλακές. Σχεδιάζουμε τετράγωνα πάνω στο χώμα. Πέτρα δίπλα στην πέτρα. Καμωνόμαστε πώς τάχα ζούμε σε μία μόνο διάσταση. Κλείνουμε πόρτες. Επιτρέπεται να βλέπουμε έξω˙το διευκρινίζουμε. Ανοίγουμε παράθυρα. Πεύκα και σκουριασμένα συρματοπλέγματα στην άκρη της αλάνας. Πιο πάνω τα κτίρια με τα κελιά. Ψηλά, έξω από τα κάγκελα, τα χέρια-σημαίες. Μισοκλείνω τα μάτια να δω. Τι άνθρωποι είναι αυτοί και λαχταρούν έναν μας χαιρετισμό, μικρά παιδιά εμείς συνηθισμένα στην αδιαφορία των μεγάλων. Τώρα που το σκέφτομαι, θα πρέπει να είχαν κάποια σκοπιμότητα εκείνες οι εκδρομές. Μέχρι την τρίτη τάξη μ΄ έφτασε η βέργα του δασκάλου. Τραβάω μία τελευταία ρουφηξιά εις μνήμην.
Εννιά το πρωί. Φυλακές Κορυδαλλού. Σβήνω το τσιγάρο. Το φως του ήλιου πέφτει οριζόντια στη λακκούβα του δρόμου. Έχω άγχος˙ το παραδέχομαι. Δεν έτυχε ποτέ να μπω σε φυλακή. Ούτε να μιλήσω με φυλακισμένο. Ένα περιστέρι πίνει νερό από τη λακκούβα. Ούτε να δείξω κάτι σε κάποιον, εδώ που τα λέμε. Μόνο από μακριά ό,τι είδα και ό,τι άκουσα. Το περιστέρι πετάει. Χάνω το περιστέρι.
Κάγκελα. Σιδερένια πόρτα˙του τετελεσμένου. Ανοίγει. Κλείνει. Κάγκελα. Σκοτάδι. Άλλη πόρτα˙ της αβεβαιότητας. Ανοίγει. Κλείνει. «Είναι απαραίτητος ο έλεγχος στο κατάστημα». Ώστε «κατάστημα». Δίνω την ταυτότητά μου. Παίρνω την κάρτα. Το γράφει καθαρά, «κατάστημα». Ο υπάλληλος μού προσφέρει ένα παράταιρο χαμόγελο. Καλημέρα σας. Κάγκελα. Πόρτα. Διάδρομος. Στο πάτωμα παλιά μωσαϊκά. Θυμάμαι το πάτωμα του σχολείου. Τον δάσκαλο. Τη βέργα. Κάγκελα. Κανένα παράθυρο. Πόρτα˙ της στενότητας. Πόρτα. Πόρτα. Κάγκελα. Νέα έξοδος στο φως˙ της μνήμης, της λήθης. Θυμάμαι. Παίζαμε κάτω από τα πεύκα. Σκαρφαλώναμε. Ένας μια φορά είχε πέσει. Ο δάσκαλος τον έδειρε. Εδώ μπαξές, κάτι κότες, εκεί καφενείο με γαλάζιες καρέκλες. Πού βρισκόμαστε; Στην αλάνα, κύριε. Πού; Στο προαύλιο. Στην πόλη των Αθηνών. Σωστό. Όχι δεν θα πάρω άλλο καφέ, ευχαριστώ.
Νέα είσοδος στο σκοτάδι. Κάγκελα. Πόρτα. Πόρτα. Λαβυρινθώδες το πέρασμα. Πόρτα. Διάδρομος. Κανένα παράθυρο. Κάγκελα. Κάγκελα. Ακάθεκτη διεισδύω ανάμεσα στους εγκάθειρκτους. Πρόσωπα, βλέμματα, καθημερινά, οικεία. Του αδερφού, του πατέρα, του φίλου. Καλημέρα σας. Όλοι βαρυποινίτες. Καλημέρα σας. Καλημέρα. Ληστές. Φονιάδες. Έμποροι ναρκωτικών. Παρουσιάζομαι εγώ η ελάχιστη και αιτούμαι συγκατάβαση κι εκείνο που δεν δικαιούμαι. Σώματα δαμασμένα. Ώμοι γυρτοί. Οι λέξεις ακροβατούν. Κάτω, το χάος. Στο βάθος του διαδρόμου ένας προσεύχεται. «Ευχαριστούμε σε, κύριε δεσμοφύλακα. Αμήν.»
Εφτά οι κρατούμενοι στα θρανία. Μου απλώνουν το χέρι. Το παρατηρώ. Ώστε έτσι είναι ένα χέρι φυλακισμένου. Το κρατώ μία στιγμή. Σφίγγω τα δάχτυλα του αδερφού, του πατέρα, του φίλου. Γράφω στον πίνακα. «Εγκιβωτισμός». Μία ιστορία μέσα σε μία ιστορία. Ένα παρόν μέσα σ'ένα παρελθόν. Ένα προαύλιο σε μία πόλη. Σκληρότητα μέσα σε απαλότητα. Ένας ληστής σ’ έναν Χριστό. Το περιστέρι στο βλέμμα τού φονιά. Ένα κελί μέσα σ'έναν άνθρωπο. Και τι παράδοξο, το παιδί να διδάσκει «εγκιβωτισμό» στους «εγκιβωτισμένους».
Γεωργία Α. Βεληβασάκη
Αθήνα, 31.01.2017