«Απόστολος Τάδε». Η υπάλληλος στο γκισέ το πρόφερε σχεδόν τυμπανιστά, ιδιαίτερα εκείνο το πο πριν από το στο. Ένας δίπλα μου πετάχτηκε, λες και άκουγε τ’ όνομά του πρώτη φορά. Να δεις που όλα του τα χρόνια θα τον φώναζαν «Τόλη». Εμένα με λένε Μίμη. Από το Δημήτρης, δηλαδή. Τον αδερφό μου, Άκη. Από το Ξενοφών. Κρίμα οι βαφτίσεις και τα έξοδα, δηλαδή.
Όταν ήμουνα μικρός είχαμε δύο νονές. Η δική μου καντηλανάφτισσα. Είχε γαλάζια μάτια, σαν χάντρες για το ξεμάτιασμα. Νόμιζα είχε γεννηθεί γριά. Φορούσε τσεμπέρι κι έβηχε σαν κομπρεσέρ. Καλή γυναίκα. Δεν ξέρω γιατί η μαμά όποτε την έβλεπε έφτυνε στον κόρφο της. Η νονά μου σ’ έφτυνε κανονικά όταν έβηχε. Η γιαγιά μου, που φορούσε κι αυτή τσεμπέρι, το καλόβλεπε να γίνει καντηλανάφτισσα στη θέση της καντηλανάφτισσας. Η άλλη μας νονά ήταν του αδερφού μου. Καλή κι αυτή. Την είχαμε κάτι σαν «πρώτες βοήθειες». Αρρώστησε η μαμά; Στη νονά. Χτύπησε ο αδερφός μου; Στη νονά. Τελείωσε η ζάχαρη; Στη νονά.
Η υπάλληλος, τώρα. με φωνάζει κι εμένα με το βαφτιστικό μου.
«Δημήτριος Φούρναρης.»
«Μάλιστα.»
«Επαγγέλλεστε;»
«Φούρναρης.»
«Φούρναρης;»
«Εγώ παπάς ήθελα να γίνω. Η μάνα μου δεσπότης.»
Σημειώνει κάτι στο χαρτί. Θα την πάρω τη σύνταξη; Σαράντα χρόνια ψωμάς. Αν είχα γίνει παπάς, θα ήταν πιο εύκολο.
Το σπίτι μας ήταν στην αυλή του Αγίου Φανουρίου. Είχαμε καλόγρια, καλόγερο και τις Κυριακές τσάμπα ξυπνητήρι. Η καλόγρια είχε μια φωνή πολύ λεπτή. Έβγαζε και κοκοράκια σαν των αγοριών στην εφηβεία. Τα χείλια της είχαν έναν συνεχή σπασμό, που προσπαθούσα να μιμηθώ για να δω πώς το κάνει. Στο σχολείο τα άλλα παιδιά με κορόιδευαν. Τότε καταλάβαινα ότι το πετύχαινα. Καλή κι αυτή. Είχαν γίνει φίλες με τη γιαγιά, αν και η γιαγιά έλεγε ότι ήταν παραήταν καλομαθημένη˙ ποτέ στη ζωή της δεν είχε δουλέψει. Εγώ την έβλεπα, προσευχόταν όλη μέρα. Είχε και κομποσκοίνι. Ο καλόγερος ήταν λιγνός, με μια φωνή φωνάρα, πιο στεντόρεια κι από του Κλωναρίδη. Καλός κι αυτός. Η μόνη του αμαρτία ήταν ότι κάπνιζε. Καμιά φορά μ’ έστελνε κρυφά να του πάρω τσιγάρα. Ύστερα μου έδινε ένα τάλιρο. Ένα τάλιρο δεν ήταν λίγα λεφτά. Αγόραζα ολόκληρο σαλάμι και δύο ψωμιά και τα έτρωγα όλα μόνος μου. Κρυφά κι εγώ. Σήμερα ένα τάλιρο έχει αξία μόνο με κάνα-δυο μηδενικά από πίσω. Με την καλόγρια, πάντως, δεν τα πηγαίνανε καλά. Αλλά κανείς δεν το καταλάβαινε, εκτός αν ήταν καντηλανάφτισσα.
Η υπάλληλος με κοιτάζει καλά-καλά. Με κόβει, δηλαδή. Την κόβω κι εγώ.
«Ελεύθερος;»
«Ωραία ιδέα.»
«Είστε παντρεμένος;»
«Παντρεμένος, ναι.»
«Με εμπαίζετε, κύριε; Τι εξυπνάδες είναι αυτές;»
Άκου «εξυπνάδες»! Καλό κι αυτό. Μια μέρα ξεφούρνισα στη μαμά μία εξυπνάδα που την είχα ακούσει στο σχολείο. Της είπα: «Ο Φρίξος και η Έλλη ξέφυγαν από τα δόντια του δράκου καβάλα στο χρυσό κριάρι, που ήταν κάτι σαν άγγελος. Έφτασαν μακριά, ως το Τεοτιουακάν. Το Τεοτιουακάν βρίσκεται στην Αμερική. Αλλά τότε δεν την είχε ακόμη ανακαλύψει ο Κολόμπος.» Η μαμά δεν κατάλαβε. Μου είπε ότι ο άγγελος είμαι εγώ και ότι πρέπει να πλένω καλά τα δόντια μου, αλλιώς μια μέρα θα τα έχω όλα χρυσά. Εγώ δεν κατάλαβα. Αυτό με τον Κολόμπο ήθελα να το πω και στον μπαμπά, αλλά αυτός θα καταλάβαινε ακόμα λιγότερα. Το όνειρό του ήταν να βγει στη σύνταξη. Όταν βγήκε δεν είχε άλλο όνειρο. Του άρεσε να βλέπει ποδόσφαιρο. Στην τηλεόραση. Εμένα μου άρεσε να παίζω. Στην αλάνα. Ειδικά τα μεσημέρια που είχε ησυχία. Αλλά δεν μ’ άφηνε. Το μόνο που ήξερε να λέει ήταν για έναν πολύ κακό, τον Μεσημερά. Είχε, λέει, ένα ειδικό βαρέλι με καρφιά, γύριζε τις γειτονιές κι αν έβρισκε κανένα παιδί ξυπνητό το ‘χωνε στο βαρέλι κι έπινε το αίμα του. «Αυτός που λες δεν υπάρχει ούτε στα σχολικά βιβλία», του είπα μια μέρα. «Εξυπνάδες!», μου είπε. Εμένα δεν μου άρεσε καθόλου να κοιμάμαι τα μεσημέρια. Όταν μεγάλωσα έμαθα ότι αυτοί που πίνουν αίμα το κάνουν όλες τις ώρες, φοράνε γραβάτες και είναι στη Βουλή. Να δεις που για όλα θα φταίει το Τεοτιουακάν.
Η υπάλληλος γράφει ακόμη. Έχω αρχίσει να εκνευρίζομαι. «Πόσο θα περιμένω, κυρία μου; Θα την πάρω τη σύνταξή μου;». Τα δόντια μου, πάντως, τα έπλενα καλά. Α, ρε μάνα! Έφτασα εξήντα χρονών κι ούτε ένα χρυσό.
Γ.Α.Β.
*Κατά το "Μια ζωή ψαρεύοντας"του Ota Pavel.