(Το διήγημα συμπεριλαμβάνεται στο Ανθολόγιο "Δημιουργική Γραφή - Διαδρομή 2", εκδ. Γραφομηχανή. Η φωτογραφία είναι από την περιοχή Κιζίλ Τάμπια στο Ηράκλειο της Κρήτης.)
Εκείνο τον καιρό εργαζόμουν στο Λάκκο στην Κρήτη. Μας είχανε περιμαζέψει ένα βράδυ ένεκα του «Διατάγματος περί χαμαιτυπείων» -αν έχεις ακουστά- και χωριστήκαμε, εδώ οι χριστιανές και οι μουσουλμάνες στο Κιζίλ Τάμπια. Όλα προτού μας βομβαρδίσουνε οι Γερμανοί, ανάθεμά τους! Κοκότα εγώ. Δύσκολα τα χρόνια, τι να ‘κανα; Τη μετρέσα, να βάλω μπελά στο κεφάλι μου; Και σαν αρχίσεις τη βίζιτα και να μη σ’ αρέσει, με τον παρά γλυκαίνεσαι. Να σου πω τη μαύρη αλήθεια, δεν το μετάνιωσα. Δουλειά είναι κι αυτή. Άλλοι δουλεύουνε με τα χέρια, άλλοι με το μυαλό, εγώ με την «πραμάτια» μου. Αυτές λυπάμαι, που πάνε και παντρεύονται με θυμιατήρια και βιολιά -από προξενιό ή απ'αγάπη το ίδιο κάνει, το γάιδαρο να δέσουνε- αραδιάζουν κάνα-δυο κουτσούβελα κι ύστερα χωρίζουν με βρισίδια κι άντε να βρεις σειρά. Εκεί να δεις μετανόηση.
Είχα ένα καμαράκι ολόδικό μου, λογαριασμό δεν έδινα. Μονάχα ένας αστυφύλακας ερχόταν μία φορά τη βδομάδα και του ‘κανα μισή ώρα δωρεά, να με αφήνει ήσυχη. Με πόσους κοιμήθηκα ‘κείνα τα χρόνια δεν θυμάμαι. Κάθε καρυδιάς καρύδι. Είχα ένα σουγιά δεκαπέντε πόντους κάτω απ’ το μαξιλάρι, μην τύχει πέσω σε τρελό και με σακατέψει.
Ένα βράδυ, να κι ένας που ‘κανε το μάγκα. Θυμάμαι το παπούτσι του, λουστρίνι μυτερό, κολλημένο το μαλλί με μπριγιαντίνη και το δεξί μανίκι να κρέμεται αφόρετο.
- Καλώς τον όμορφο, λέω.
- Τι θα μας φιλέψεις, κυρά;
Δεν του ‘φτανε αυτό που ‘ρθε να πάρει, ήθελε και τρατάρισμα. Του ‘βγαλα γλυκό σταφύλι, άλλο δεν είχα.
- Πόσο πάει το μαλλί; μου λέει
- Πέντε δραχμές, του λέω εγώ.
- Πολλά δεν είναι;
- Πέντε, άμα θες.
Ο κύριος ήθελε περιποίηση σπέσιαλ. Είναι άλλες που τα κάνουνε αυτά, μα εμένα δεν μ’ αρέσουνε. Έχω το «πράμα» μου, το γυναικείο, το άγιο, πλυμένο, καθαρό, το θέλεις; Πάρτο. Αλλιώς, δρόμο.
- Πάμε, λέει αυτός.
- Τα φράγκα πρώτα, λέω εγώ.
- Α, μετά, έτσι ξέρω.
Έτσι ήξερε ο μπαγλαμάς και ποια τον καλόμαθε και χάλασε την πιάτσα.
Τη μέρα εκείνη είχε πέσει αναδουλειά, λέω άντε. Τραβώ την κουρτίνα, μου ‘ρχεται η μπόχα από το μαραφέτι του, κρίμα τη μπριγιαντίνη και το λουστρίνι το μυτερό. Κάνουμε ό,τι να κάνουμε, στενάζει, τελειώνει το μαρτύριο.
- Με τσι υγείες σου, του λέω, τώρα πέσε!
Βγάνει μου δίνει τα μισά. Ανάθεμά τον, τον βρομιάρη! Ήθελε να μου φάει το μεροκάματο.
- Ρε, πέσε, λέω, δεν σηκώνω τέτοια!
- Γιατί, θα μας δείρεις; Ή σάμπως θα φωνάξεις την αστυνομία; Χατίρια δεν είχε!
Δεν ήταν η μέρα του αστυνόμου, αλλιώς θα του ‘λεγα του ψευτοπαλικαρά.
- Άμα δεν σου ‘κανα να πήγαινες αλλού, ρε. Ξηγηθήκαμε απ’ την αρχή. Τι άντρας είσαι;
Τι ήθελα και το ‘πα αυτό για το αντριλίκι, σηκώνει το χέρι, μου δίνει μία, σπάει ετούτο εδώ το δόντι, ανάθεμά τον! Τραβώ κι εγώ το μαχαίρι από το μαξιλάρι.
- Τα λεφτά για θα σε σφάξω, δεν σε φοβούμαι, ρε!
- Παλιοχαρχάλω, λέει, τέτοιες οι δουλειές σου. Α, να χαθείς και δεν θα μου γλιτώσεις!
- Μπα, του λόγου σου που πληρώνεις είσαι κύριος κι εγώ η καταφρονημένη; Επαγγέλλομαι, ορέ, δηλωμένη με χαρτιά, κολλάω βαρέα-ανθυγιεινά, περνάω από γιατρούς κάθα δεκαπέντε. Τι ήρθες να κάνεις; Το νταή σε μια γυναίκα μόνη; Σιγά μη σου χρωστώ κι ευγνωμοσύνη που γνώρισες την ομορφιά μου! Ντροπή σου, ρε!
Ανάσα δεν έπαιρνα. Μα το θεό, πού τα ‘βρισκα και τα ΄λεγα, η πουτάνα.
- Πλέρωνε! Φτου, ρε! έφτυσα κιόλας για να δείξω πως δεν υποχωρώ.
Βάζει το χέρι στην τσέπη, μου κόπηκε η ανάσα μη και βγάλει κανένα πιστόλι. Τραβά ένα πάκο χαρτονομίσματα, διαλέγει τα σωστά, μου τα πετάει στη μούρη, σηκώνει το δαχτύλι, μ’ ορμηνεύει.
- Δεν θα σε πετύχω αλλού; Θα στο στρίψω το λαρύγγι! κλωτσά μια καρέκλα, φεύγει.
Δεν τον ξανάδα. Παράδες είχε. Ήθελε το τσάμπα. Εμ, έπρεπε να το ‘χα μυριστεί, αφού και το σαπούνι λυπότανε, ο τσιφούτης. Κακό πράμα η τσιγκουνιά, αμαρτία μεγάλη!
Γεωργία Α. Βεληβασάκη, Αθήνα - 13.9.2016