(Παραμύθι για μεγάλους)
Μην μ’ ενοχλείτε παρακαλώ, απουσιάζω. Πηγαίνω σ’ ένα αστέρι μακρινό. Ψάχνω την Πέτρα-που-μεταμορφώνεται (μια σπάνια πέτρα, ομολογώ). Στη γη θα τη βρείτε στην καρδιά κάποιου δάσους (δεν έχουν, όμως, μείνει και πολλά) ή σ'ένα παλιό παραμύθι για παιδιά. Οι μεγάλοι τα έκαναν θάλασσα, ξέχασαν την παιδική τους καρδιά και τρέχουν μόνο για να βγάλουν λεφτά ή όταν πάρει φωτιά το σπίτι τους. Μεγάλη αποτυχία.
Τις προάλλες ήμουν στο βουνό Πάνω-από-την-πόλη. Περπατούσα μέσα στο Τελευταίο-δάσος και ονειρευόμουν χρώματα. Το έλεγα εγώ, αν θέλεις να πας πάνω από την πόλη, ανέβα σ’ ένα σύννεφο, αλλά οι Φίλοι-μου-τα-δέντρα επέμεναν πως ούτε και τα σύννεφα ήταν πια ασφαλή για όνειρα αθώα.
Υπήρχαν φήμες για ένα Θηρίο-το-λιμασμένο-και-μαυρόψυχο. Ερχόταν από το Πουθενά-των-άπληστων-υπόπτων με λύσσα και μάνητα. Είχε κάτι δρασκελιές γιγάντιες (πιο μεγάλες κι από του Εγωιστή-Γίγαντα) και μια γλώσσα κατακόκκινη, μακριά και μυτερή που σε κατάπινε ολόκληρο με τα παπούτσια. Φοβόμουν λίγο, δεν λέω. Οι Φίλοι-μου-τα-δέντρα είχαν ριζώσει για τα καλά στο χώμα που γεννήθηκαν. Τους θαύμαζα, έτσι περήφανοι και σοβαροί και τρυφεροί που ήταν. Τα χέρια τους κλαδιά μυριστικά υψώνονταν στον ουρανό χορεύοντας με τον άνεμο˙ αυτό ήταν το πεπρωμένο τους. Κι όλο πουλιά και μέλισσες τριγύρω. Είχαν κι αυτοί ακούσει για το Θηρίο-το-λιμασμένο-και-μαυρόψυχο, μα δεν μπορούσαν να κάνουν πολλά. Φλεγόταν, λέει, από λαχτάρα για το Τελευταίο-δάσος στο βουνό Πάνω-από-την πόλη. Οι άρχοντες είχαν βάλει φύλακες για να προσέχουν τα περάσματα και πυροσβεστικούς κρουνούς εδώ κι εκεί. "Είμαστε ασφαλείς", έγραφαν οι εφημερίδες.
Σηκώθηκε αέρας. Ο αέρας δεν είναι πάντα κακός, παίρνει την κάψα του ήλιου, φρεσκάρει το οξυγόνο και μεταφέρει τη γύρη. Αλλά μερικές φορές είναι. Γιατί τα περάσματα δεν ήταν καλά φυλαγμένα και το Θηρίο-το-λιμασμένο-και-μαυρόψυχο όρμηξε την Ώρα-την-κακή. Οι φύλακες αποκαρωμένοι. Οι κρουνοί χωρίς νερό. Οι άρχοντες διακοπές στο Νησί-χωρίς-εδώ. Έτρεχαν μετά να προλάβουν κι έβγαιναν στις ειδήσεις και κουνούσαν το δάχτυλο μπροστά στην οθόνη, πως για όλα έφταιγε το Θηρίο-το-λιμασμένο-και-μαυρόψυχο και οι Φίλοι-μου-τα-δέντρα που παραήταν ευαίσθητοι και η Ώρα-η-κακή που τους κατακεραύνωσε καταμεσήμερο μέσα στην ησυχία και τα πουλιά και οι μέλισσες που δεν ειδοποίησαν σύγκαιρα τους αρμόδιους. "Θα αναδασώσουμε, ψηφίστε μας!"έγραφαν οι εφημερίδες.
Η λύπη μου είναι μεγάλη. Οι Φίλοι-μου-τα-δέντρα όσο πάει και λιγοστεύουν. Νιώθω στ’ αλήθεια μόνος και δυσκολεύομαι ν’ αναπληρώσω το αβάσταχτο κενό. Γι’ αυτό σας λέω, πηγαίνω σ’ ένα αστέρι μακρινό μήπως βρω την Πέτρα-που-μεταμορφώνεται. Η γη ήταν κάποτε γεμάτη. Ο καθένας έκρυβε από μία μέσα στην καρδιά του. Άνθιζε όταν την πότιζε ένα αθώο νεύμα, πλημμύριζε τότε ο τόπος χρώματα. Αλλά είπαμε. Οι μεγάλοι τα έκαναν θάλασσα, ξέχασαν την παιδική τους καρδιά και τρέχουν μόνο για να βγάλουν λεφτά ή όταν πάρει φωτιά το δικό τους σπίτι. Μεγάλη αποτυχία. Την Πέτρα-που-μεταμορφώνεται δεν τη βρίσκεις πια, παρά στην καρδιά κάποιου δάσους (δεν έχει, όμως, μείνει και κανένα), ή το πολύ-πολύ σ’ ένα παλιό παραμύθι για παιδιά...
(Ηλεία 2007 - Αττική 2018)