(...)
Κι έτσι, μοιραία έχασε εκείνο το ενδεχόμενο - που τόσο είχε ποθήσει
Κι από στιγμή σ΄άλλη στιγμή είναι έτοιμη
Για τρομερό ταξίδι να κινήσει - να φέρει πίσω το όνειρο
Και να που ήδη στέκεται μπροστά στη μαύρη πόρτα:
"Άσ΄ την ελπίδα καταγής!"
Μ΄ όλο το θάνατο μπροστά έβγαλε τα παπούτσια της
Τ΄ απίθωσε στο σκοτεινό κατώφλι - Αρνήθηκε
Περπάτησε ξυπόλυτη σε κώνους άγρια βουνά και τρίγωνα χαράδρες
Γκρέμια κι αγκάθια αγκάλιασε και τρικυμίες και μπόρες
Προσκυνητής στο ανθίβολο του ονείρου - τα πόδια μάτωσαν
Ξεχώρισε τον πάγο που απολιθώνει την ψυχή
Κι άναψε ένα μικρό κερί για όλους τους πεινασμένους
Άκουσε πάλι τη φωνή
-σα βρυχηθμό φοβιστερό στου ορίζοντα την άκρη μα πάλι πιο κοντά-
"Άσ΄ την ελπίδα καταγής!"
Έδωσε, να γλιτώσει απ΄ το θεριό
-που ως φαίνεται το βήμα της μετρούσε-
Το φόρεμά της σκίστηκε
Σκορπίστηκαν τριγύρω τα κουρέλια
Τα πήρε η νύχτα - πέτρα κι αλάτι
Ένας αέρας δυνατός γονάτισε μπροστά της
Ανέβηκε στη ράχη του πουλί γυμνό
Αντήχησαν με το κελάηδημά της οι ουρανοί
Ήπιε του σύννεφου νερό - νερό της λήθης
Μαγεύτηκε απ΄ την άβυσσο
Ξέχασε τ΄ όνειρο
Φίλησε τ΄ άστρα
Κανείς ποτέ δεν έμαθε τι απέγινε...
Κανείς ποτέ δεν ρώτησε...
Γ.Α.Β.
24/01/12