(Άσκηση γραφής, Άνοιξη 2017)
Σήμερα η κυρία Ζερδέ κλείνει τα ογδόντα. Ζει μόνη της σε μια πολυκατοικία της οδού Αγαθουπόλεως στο κέντρο της Αθήνας. Κοιτάζει από το παράθυρο το δρόμο. Η Όλγα βγάζει τα σκουπίδια της. Μόνη κι αυτή. Κάποτε συλφίδα, χορεύτρια στα μπολσόι. Σήμερα ογδόντα πέντε κιλά και άλλα τόσα τα χρόνια. Η κυρία Ζερδέ της γνέφει «έλα». Πάει στην κουζίνα. Βάζει το μπρίκι στο καμινέτο. Ανοίγει ένα κουτί μπισκότα. Στρώνει το καλό σεμέν. Βγάζει το καλό σερβίτσιο. Τα ακουμπάει όλα στο τραπέζι δίπλα στο παράθυρο. Ανοίγει την πόρτα.
Η κυρία Ζερδέ: «Έλα μέσα. Κάνω καφέ. Σκέτο, μερακλίδικο, όπως σ’ αρέσει. Έχω γενέθλια.»
Η Όλγα: «Και με καφέ θα τα γιορτάσεις, καλέ;» χαχανίζει και σέρνει τα πόδια της στο πάτωμα μέχρι να φτάσει στην καρέκλα δίπλα στο τραπέζι. «Ε και να 'ταν ανάποδα όλα. Και να μικραίναμε, λέει, αντί να μεγαλώνουμε. Να γινόμασταν ξανά μωρά. Να ξαναμπαίναμε στη μήτρα της μάνας μας».
Η κυρία Ζερδέ: «Καλά τα λες εσύ, μα ποιος σ’ ακούει;» Ίσα που προλαβαίνει να τραβήξει το μπρίκι από το καμινέτο.
Η Όλγα: «Α, να πάνε οι πίκρες μας και να μη ματαρθούν».
Η κυρία Ζερδέ: «Εμ, πάνε οι πίκρες μας, Όλγα μου. Πάει κι η ζωή μας».
Η Όλγα: «Και χωρίς τούρτα γενεθλίων τι γενέθλια θα κάνομε;»
Η κυρία Ζερδέ: «Γενέθλια των γερόντων. Έχει μπισκότα. Πάρε ένα. Θέλεις νερό;» Στέκεται ήδη μπροστά στη βρύση. Γεμίζει δύο ποτήρια. «Πες μου τα νέα σου».
Η Όλγα: «Η Νερίνα μου παραπονιέται. Και η Λοπατκίνα μου το ίδιο. Δεν θέλουν, λέει, να χορεύουν άλλο. Θέλουν μόνο να κάθονται και να με κοιτάνε».
Η κυρία Ζερδέ ακουμπάει τα ποτήρια στο τραπέζι. Κάθεται στην καρέκλα. Το βλέμμα της πέφτει στη φωτογραφία τού άνδρα της κορνιζαρισμένη στον απέναντι τοίχο. Κορνιζαρισμένα τα χρόνια της δυστυχίας της μακριά του. Από τότε που πέθανε, ένα σάβανο η ζωή της και μία σύνταξη που της άφησε ν’ αγναντεύει τον άδειο καιρό. Παιδιά δεν είχε. Όχι πως δεν ήθελε. Μία φορά, μάλιστα, είχε καταφέρει να μείνει έγκυος. Το έχασε στον τρίτο μήνα. Παρηγοριά δεν έψαξε. Αφέθηκε στη λύπη και στον άντρα της. Μετά της έμεινε μόνο η λύπη.
Η Όλγα: «Άκουσες στις ειδήσεις; Ήρθε, λέει, η αφρικάνικη έρημος και μας κάθισε καπέλο πάνω από την Αθήνα. Αστείο μου φάνηκε. Άνοιξα σήμερα τα παράθυρα και κατασκονίστηκαν τα κορίτσια μου. Θα τα καθαρίσω το βράδυ μ’ ένα πανάκι και λίγη σόδα. Λέω να τους πλύνω και τα ρουχαλάκια τους. Πέρασαν δυο χρόνια από την τελευταία φορά».
Η κυρία Ζερδέ: «Αχ, βρε Όλγα. Θυμάσαι τότε που είχα έρθει στο καμαρίνι και σου ζήτησα αυτόγραφο; Το έχω ακόμα. Να στο δείξω;» Σηκώνεται, ανοίγει ένα συρτάρι, βγάζει ένα τσαλακωμένο χαρτί. «Τι όμορφη που ήσουν, ε;»
Η Όλγα: «Ήμουν. Καλά το είπες. Τώρα έχω τις κούκλες μου. Να τις πλένω, να τις στολίζω, να γεμίζω με ψέματα, που πέρασαν τα χρόνια και ξεχάστηκα και το σώμα μου βάρυνε και οι δόξες μ’ αφήσανε κι άλλη παρηγοριά από τις κούκλες δεν έχω. Καλά είναι. Να μην παραπονιέμαι». Απλώνει το χέρι, σηκώνει το ποτήρι με το νερό. «Να ζήσεις κι άλλα τόσα χρόνια!»
Η κυρία Ζερδέ: «Ε, αυτό είναι κατάρα», γελάει.
Η Όλγα: «Να μην το ξέρω να σου κρατώ ένα δώρο. Με πέτυχες στα σκουπίδια».
Η κυρία Ζερδέ: «Δεν μου φέρνεις κι εμένα μια κούκλα, να έχω ένα λόγο που ζω;»
Η Όλγα χαμογελάει και φαίνονται τα ταλαιπωρημένα της δόντια. Η κυρία Ζερδέ βάζει μία κουταλιά ζάχαρη στον καφέ της. Αφήνει το κουταλάκι στο πιατάκι. Σηκώνει το φλιτζάνι. Πίνει μια γουλιά.
Δεν μιλούν άλλο. Τώρα κοιτούν και οι δύο το φως, που λιγοστεύει έξω από το παράθυρο.
(Γεωργία Βεληβασάκη, Άνοιξη 2017)